Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἱ ἐφήμενοι

См. также в других словарях:

  • ἐφήμενοι — ἐπί ἧμαι es perf part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφημαι — ἔφημαι (Α) (παθ. παρακμ. που χρησιμοποιείται ως ενεστ.) 1. είμαι τοποθετημένος ή κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι («κληΐδεσσιν ἐφήμενοι», Ομ. Οδ.) 2. κάθομαι ως ικέτης κοντά σε άγαλμα θεού (α. «βρέτας ἐφήμενος», Αισχύλ. β. «βωμία ἐφημένη» καθισμένη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»